- αζήλευτος
- η , ο незавидный;
πλούτη αζήλευτα — незавидное богатство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλούτη αζήλευτα — незавидное богатство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζήλευτος — η, ο [ζηλεύω] 1. αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, δεν τόν φθονούν 2. αυτός που δεν ζηλεύει, που δεν είναι ζηλιάρης … Dictionary of Greek
αζήλευτος — η, ο αυτός που δεν είναι άξιος να προκαλέσει τη ζήλια: Τα πλούτη, όπως τα χε αποχτήσει, ήταν πλούτη αζήλευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)